ερευνήσιμος

ερευνήσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί κάποιος να εξερευνήσει, ο άξιος εξερευνήσεως («ερευνήσιμη εδαφική έκταση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σπ. Παγανέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”